Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

 Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εσωτερικών για τον αναπεμφθέντα  νόμο «Ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2019»

Παρόντες:
         

  • Ελένη Μαύρου, πρόεδρος
  • Νίκος Νουρής
  • Γιώργος Τ. Γεωργίου
  • Πανίκος Λεωνίδου
  • Ευανθία Σάββα

           

          Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εσωτερικών επανεξέτασε σε συνεδρία της, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Μαρτίου 2019, τον πιο πάνω νόμο, τον οποίο ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων την 1η Μαρτίου 2019 και ο οποίος αναπέμφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατ’ επίκληση του άρθρου 51.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Στη συνεδρίαση αυτή κλήθηκαν και παρευρέθηκαν ενώπιον της επιτροπής ο διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας συνοδευόμενος από υπηρεσιακούς παράγοντες, καθώς και εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.

          Όπως είναι γνωστό, με το σχετικό νομοσχέδιο που αρχικά κατατέθηκε στη Βουλή, πριν από την ψήφιση του αναπεμφθέντος νόμου, εσκοπείτο η τροποποίηση του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, ώστε να εκσυγχρονιστούν οι διατάξεις του που ρυθμίζουν τη διαδικασία διαίρεσης και διαχωρισμού συνιδιόκτητων ακινήτων, με απώτερο στόχο την επίλυση των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν σε σχέση με την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας έπειτα από την εισαγωγή σχετικών ρυθμίσεων στην εν λόγω βασική νομοθεσία το 2015.

          Υπενθυμίζεται ότι κατά την ψήφιση του πιο πάνω νομοσχεδίου από την ολομέλεια του σώματος η Βουλή υιοθέτησε σχετική τροπολογία που υποβλήθηκε ενώπιόν της διαφοροποιώντας τις πρόνοιες του αρχικού νομοσχεδίου που αφορούν τον αναγκαστικό διαχωρισμό ακίνητης ιδιοκτησίας που κατέχεται εξ αδιαιρέτου κατά ιδανικές μερίδες.  Πιο συγκεκριμένα, με την υιοθέτηση της εν λόγω τροπολογίας αναθεωρήθηκε το νομοσχέδιο, ώστε οποιοσδήποτε συγκύριος ακίνητης ιδιοκτησίας που κατέχεται εξ αδιαιρέτου κατά ιδανικές μερίδες δεν ικανοποιείται από την απόφαση του διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για αναγκαστικό διαχωρισμό ακίνητης ιδιοκτησίας που εμπίπτει σε περιοχές ανάπτυξης να δύναται να προσφύγει κατά της εν λόγω απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο.

          Οι λόγοι της αναπομπής του υπό αναφορά νόμου, όπως αυτοί αναφέρονται στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 8 Μαρτίου 2019, οι οποίοι παρατίθενται αυτούσιοι και κατά το δυνατόν αυτολεξεί, είναι οι ακόλουθοι:

«1.   Με την πρόταση νόμου που ψηφίσθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 15 Φεβρουαρίου 2019, ο βασικός νόμος τροποποιήθηκε με την προσθήκη του εδαφίου (10) στο υπό τροποποίηση άρθρο 29 του βασικού νόμου, το οποίο ορίζει τα εξής [άρθρο 2(στ) τροποποιητικού Νόμου]:

“(10) Οποιοσδήποτε συγκύριος ο οποίος δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (9) δύναται να προσφύγει κατά της εν λόγω απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο.”.

          Κρίνεται ότι οι ως άνω διατάξεις διαταράσσουν θεμελιωδώς την νομική αλλά και τη δικαιοδοτική δομή του νομοσχεδίου, με την εισαγωγή αντικρουόμενων και αντιφατικών διατάξεων κατά τρόπο που όχι μόνο δεν θα εξυπηρετούνται οι ίδιοι οι σκοποί του νόμου, αλλά τουναντίον, κατά τρόπο παρελκυστικό οι επηρεαζόμενοι θα παροτρύνονται σε ατέρμονες δικαστικές διαδικασίες χωρίς αποτέλεσμα, ενώ κυριότερον, σημειώνεται η παραβίαση συνταγματικών διατάξεων.

2.      Συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά στο άρθρο 2(στ) του τροποποιητικού νόμου με το οποίο γίνεται προσθήκη νέου εδαφίου (10) στο άρθρο 29, αναφέρεται στην ουσία ότι οποιοσδήποτε συγκύριος ο οποίος δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 29(9), δύναται να προσφύγει κατά της εν λόγω απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο. Κρίνεται ότι η πιο πάνω πρόνοια έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Νόμου, Κεφάλαιο 224, καθώς και των περί Ακίνητης  Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956 (Κ.Δ.Π. 622/1956) που ρυθμίζουν όλες τις αποφάσεις του Διευθυντή βάσει του βασικού νόμου, Κεφάλαιο 224.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 80, κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο κατά οποιασδήποτε απόφασης του Διευθυντή δύναται εντός 30 ημερών να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 2 του βασικού νόμου, Κεφάλαιο 224, σημαίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας που βρίσκεται η ιδιοκτησία.  Σε περίπτωση που παραμείνει η υπό αναφορά πρόνοια του τροποποιητικού Νόμου, όλες οι αποφάσεις του Διευθυντή θα εφεσιβάλλονται στο οικείο Επαρχιακό Δικαστήριο συμπεριλαμβανομένου και του άρθρου 29 (π.χ. γεωργικά τεμάχια), ενώ μόνο για τις αποφάσεις που θα λαμβάνονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (9) του άρθρου 29, προβλέπεται προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι είναι δυνατό δε, να υπάρξουν περιπτώσεις αποφάσεων του Διευθυντή που να αφορούν συνδυασμό τεμαχίων που διαιρούνται με το άρθρο 29 γενικά (π.χ. γεωργικά τεμάχια) και το εδάφιο (9) του άρθρου 29 για τις οποίες δεν θα είναι ξεκάθαρος ο τρόπος δικαστικής αμφισβήτησής  τους.

 3.     Ειδικότερα, η ως άνω τροποποίηση του βασικού νόμου κρίνεται ως ασύμβατη με τις διατάξεις του Συντάγματος καθότι αφενός, αναθέτει μία πρόσθετη δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου και ελέγχου ουσίας στο Διοικητικό Δικαστήριο, χωρίς αναθεωρητική τροποποίηση του οικείου Άρθρου 146 του Συντάγματος που προσδιορίζει το εύρος της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου και χωρίς να γίνονται οι απαραίτητες λειτουργικές τροποποιήσεις στους οικείους νόμους, τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο του 2015 [Νόμος 131(Ι)/2015] και/ή τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμο [Νόμος 33/1964, τροποποιητικός Νόμος 132(Ι)/2015].

4.      Υπενθυμίζεται ότι βάσει του Άρθρου 146.4, παράγραφος (δ), το πλαίσιο άσκησης έλεγχου ουσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του περί της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου [Ν.130(Ι)/2015], είναι περιοριστικά καθορισμένο επί φορολογικών διαφορών και διαφορών διεθνούς προστασίας:

“4.  Επί τοιαύτης προσφυγής το Διοικητικό Δικαστήριο δύναται διά της αποφάσεως αυτού:

(α)     να επικυρώση, εν όλω ή εν μέρει την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν, ή

(β)     να κηρύξη την απόφασιν ή την πράξιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος, ή

(γ)  να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ότι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή, ή

(δ)     να τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι αυτή αφορά φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας  κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.”.

          Συνάγεται επομένως ότι η διεύρυνση του πλαισίου δικαιοδοσίας ενός Δικαστηρίου απαιτεί περίσκεψη και προηγούμενης άσκησης ελέγχου συνταγματικότητας.

5.      Αφετέρου, διευκρινίζεται δε, ότι η υφιστάμενη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 80 του βασικού περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου αναφέρεται σε εφέσεις που κατατίθενται στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ώστε οι αποφάσεις αυτές να εξεταστούν στην ουσία τους και όχι μόνο ως προς την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, διότι με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να επιλυθούν οι διαφορές αυτές ουσιαστικά και οριστικά, προς όφελος των επηρεαζομένων και της αποκατάστασης της νομικής ομαλότητας και ειρήνης. Το άρθρο 80 του βασικού νόμου προνοεί τα εξής:

“80.  Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο κατά οποιασδήποτε διαταγής, ειδοποίησης ή απόφασης του Διευθυντή, που διενεργήθηκε, δόθηκε ή λήφθηκε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού δύναται, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της διαταγής αυτής, ειδοποίησης ή απόφασης να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει επί αυτής τέτοιο διάταγμα ως ήθελε είναι δίκαιο αλλά, κανένα Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας επί οποιουδήποτε ζητήματος σε σχέση με το οποίο ο Διευθυντής έχει εξουσία να ενεργεί δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού, εκτός με έφεση όπως προνοείται στο άρθρο αυτό:

       Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, αν ικανοποιηθεί ότι λόγω απουσίας από τη Δημοκρατία, ασθένειας ή άλλης εύλογης αιτίας το παραπονούμενο πρόσωπο εμποδίζετο από του να υποβάλει έφεση εντός της περιόδου των τριάντα ημερών, να παρατείνει την προθεσμία εντός της οποίας δύναται να υποβληθεί έφεση υπό τέτοιους όρους όπως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.”.

6.      Πρόσθετα δε της διαπίστωσης ότι το προτεινόμενο εδάφιο (9) στο άρθρο 29 συγκρούεται ευθέως με το πιο πάνω άρθρο, γεγονός που αναδεικνύει τη προβληματικότητά του από νομοτεχνικής και ουσιαστικής άποψης, υπάρχει και μία άλλη σημαντική πτυχή που θα πρέπει να αναδειχθεί. Η απόδοση στην κρίση του Διευθυντή επί των νομικών αυτών διαφορών, του χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης, πέραν των όσων προβληματικών πτυχών που έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω, στερεί από τους επηρεαζόμενους τη δυνατότητα ουσιαστικής κρίσης και διάγνωσης των δικαιωμάτων τους εξουδετερώνοντας το δικαίωμα πρόσβασής τους στην ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης -που μέχρι πριν την προτεινόμενη τροποποίηση κατείχαν-, στο πεδίο που μας αφορά. Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της άσκησης της ακυρωτικής διαδικασίας ο δικαστικός έλεγχος αναφέρεται μόνο στη νομιμότητα της διαδικασίας, χωρίς το Δικαστήριο να μπορεί να υπεισέλθει στην ουσιαστική κρίση -εν προκειμένω- του Διευθυντή, αφού δυνάμει της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν είναι επιτρεπτή η κρίση του ακυρωτικού δικαστηρίου επί τεχνικών θεμάτων.  Άλλωστε έχει επίσης νομολογηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η εξουσία αναγνώρισης ποιες πράξεις αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις εμπίπτει στην αποκλειστική του δικαιοδοσία. Ενδεικτική αναφορά μπορεί να γίνει στην ενδιάμεση απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 629/1996,  C.M.P. Αρχιτέκτονες και Άλλοι ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερομηνίας 16.12.1998, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ως ακολούθως:

“Έχω όμως υπόψη το σύνολο των ισχυρισμών που, αναντίρρητα, έχουν ως υπόβαθρο τεχνικές διαπιστώσεις του τύπου που έχω παραπάνω επισημάνει. Στην ακόλουθη περικοπή από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 257, συμπυκνώνεται η εμπειρία του Συμβουλίου της Επικρατείας:

‘Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ελέγχον την νομιμότητα πράξεως προσβαλλομένης δι’ αιτήσεως ακυρώσεως, απέχει του ελέγχου της ουσιαστικής κρίσεως της Διοικήσεως. Μέγας είναι ο αριθμός των επί του θέματος τούτου σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου, δι’ ών χαρακτηρίζεται ως ανέλεγκτος η υπό της διοικήσεως εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών ή του αποδεικτικού υλικού ή της κρίσεως περί συνδρομής λόγων σκοπιμότητος ή της κρίσεως επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων. Ταύτα όμως, εφ’ όσον δεν συντρέχη πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήσις διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτη έλλειψις αιτιολογίας. Το Σ.Ε. ελέγχει, ουχ ήττον, εάν τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά υπήχθησαν ορθώς εις τον νομικόν κανόνα.’.

Στα ίδια θέματα το Ανώτατο Δικαστήριο ακολουθεί μια παράλληλη γραμμή πλεύσεως: Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175, I. & G. Electrical Services Ltd. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1996) 4 Α.Α.Δ. 975 και Ανδρέας Θεοδουλίδης κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742.”.

          Ενώ χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι στην απόφαση του στην Χωριτική Αρχή Πραστειού  Κελλακίου  ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1979, το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

“Δεν υπάρχει χώρος επέμβασης του Δικαστηρίου.  Η διοίκηση ενήργησε με τον πιο ορθό τρόπο για να καταλήξει στην επίδικη απόφαση.  Το θέμα άπτεται καθαρά τεχνικού ζητήματος. Σχετική είναι η υπόθεση ‘Οπτικός Οίκος Θεοφανίδη Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας’. Παρατίθεται δε ξανά η σχετική περικοπή από το σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου ‘Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων’:

‘[...] Εκ πρακτικών όμως λόγων, ο έλεγχος του διά τεχνικών γνώσεων ενεργουμένου νομικού χαρακτηρισμού πρέπει να είναι επιφυλακτικός, [*1980] διότι, αφού ο δικαστής δεν δύναται, διά της ιδίας αυτού αντιλήψεως, ν' αντικαταστήση την επί του νομικού χαρακτηρισμού κρίσιν του οργάνου, η προσφυγή εις τας γνώσεις ετέρου τεχνικού προσώπου δεν είναι βέβαιον ότι θ' αποδώση αποτέλεσμα κρείσσον του προελθόντος εκ της τεχνικής πείρας των διοικητικών οργάνων’.”.

7.      Παράλληλα και σε αντίθεση και/ή ασυμφωνία με το Σύνταγμα και κατά παραβίαση και του Άρθρου 179 του Συντάγματος, επιχειρείται τροποποίηση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, χωρίς να τηρούνται οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις, γεγονός που καθιστά την παρούσα επέμβαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στο πεδίο της δικαστικής εξουσίας αντισυνταγματική ως παραβιάζουσα και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθότι συνιστά ενέργεια που εκφεύγει του πεδίου της συνταγματικής νομοθετικής της αρμοδιότητας. Καίτοι η νομοθετική εξουσία ανήκει κατά τεκμήριο στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η αναθεωρητική δικαιοδοσία επιβάλλεται να ασκείται ως το ίδιο το Σύνταγμα της Δημοκρατίας ορίζει, διαφορετικά ενδέχεται να αποτελέσει, όπως εν προκειμένω, εργαλείο αθέμιτης επέμβασης στο πεδίο της δικαστικής εξουσίας. Συνάγεται επομένως, ότι διαπιστώνεται παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αφού κατά παράβαση των προνοιών του Συντάγματος, ως κατωτέρω επεξηγείται, η Βουλή των Αντιπροσώπων, ανέλαβε αντισυνταγματικά πρωτοβουλία διαχείρισης της δικαιοσύνης, ήτοι ενός τομέα που εκφεύγει εντελώς του πεδίου αρμοδιότητάς της, με τον καθορισμό του δικαστικού οργάνου που η ίδια κρίνει ως ορθότερο να είναι αρμόδιο για την εκτέλεση μέρους της δικαστικής δικαιοδοσίας που καθορίζει ο βασικός νόμος, κατά τρόπο αντισυνταγματικό.

8.      Ειδικότερα υπογραμμίζεται, ότι η ρύθμιση που επιδιώχθηκε εν προκειμένω, με πρόταση νόμου από μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, κρίνεται ότι συνιστά αθέμιτη επέμβαση στο πεδίο δράσης της εκτελεστικής εξουσίας και, ως εκ τούτου, συνιστά παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Το Ανώτατο Δικαστήριο στη νομολογία του έχει αναγνωρίσει το συνταγματικό υπόβαθρο της αρχής της διάκρισης των εξουσιών στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων [Αρ. 3, (2011) 3 ΑΑΔ 777] και ότι, ειδικότερα, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, εκπορεύεται αδιαμφισβήτητα εκ του Κυπριακού Συντάγματος. Όπως έχει λεχθεί και πρόσφατα από την Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Αναφορά 2/2017 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 5.2.2018:

          “Έχοντας εξετάσει το αναφυέν ζήτημα, υπενθυμίζεται ότι η διάκριση των εξουσιών είναι όχι μόνο διάχυτη στο συνταγματικό στερέωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά έχει πλειστάκις αναγνωρισθεί και επιβεβαιωθεί ως η αναγκαία υποστήλωση αυτής τούτης της πολιτειακής λειτουργίας, [Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2009) 3 Α.Α.Δ. 23 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 3/2014, ημερ. 31.10.2014].  Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας εκτός της σφαίρας της αντίστοιχης αρμοδιότητας εκάστης εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών, [Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93].”. 

9.      Ενώ επίσης είναι σχετική η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Αναφορές 1/94 κ.ά, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3), (1994) 3 Α.Α.Δ. 93, ημερομηνίας 28.2.1994:

“Η απόφαση ευρίσκεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Συντάγματος που περιορίζουν την αρμοδιότητα της Βουλής των Αντιπροσώπων για τη θεσμοθέτηση κανόνων δικαίου στην άσκηση της Νομοθετικής λειτουργίας -Άρθρο 61- και αποκλείουν επέμβαση στον τομέα της Εκτελεστικής λειτουργίας που κατανέμεται από το Σύνταγμα στα όργανα ή τις αρχές της Εκτελεστικής Εξουσίας και, κατά κύριο λόγο, στο Υπουργικό Συμβούλιο -Άρθρο 54- και παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών.

Οι λόγοι για τους οποίους αγόμεθα σ’ αυτή την κατάληξη είναι, συνοπτικά, οι εξής:

(Α)  Η αρχή της διάκρισης των Εξουσιών απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας έξω από τη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της κάθε μιας από τις τρεις Εξουσίες της Πολιτείας. Οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση άσκηση αρμοδιότητας έξω από το καθορισμένο πεδίο των λειτουργιών της κάθε Εξουσίας, αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των Εξουσιών και προσκρούει στις διατάξεις του Συντάγματος που κατανέμουν την κρατική εξουσία στους αντίστοιχους φορείς της.

[..]  Η απόφαση ευρίσκεται έξω από το νομοθετικό πεδίο..[..].”.

10.  Πέραν των όσων έχουν ήδη αναφερθεί, η συγκεκριμένη διάταξη κρίνεται ως νομοτεχνικά δυσλειτουργική, καθότι με βεβαιότητα αναμένεται να προκαλέσει σύγχυση, ως προς τον τρόπο εφαρμογής της προτεινόμενης τροποποίησης έναντι άλλων διατάξεων του βασικού νόμου, όπως αυτές του άρθρου 80, υπό το φως και των συνταγματικών διατάξεων του Άρθρου 146.4.

11.    Τέλος, επισύρεται η προσοχή στο ότι στην Αιτιολογική Έκθεση που συνοδεύει το τροποποιητικό νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων ως σκοπός της τροποποίησης οριζόταν  ότι: “...με την προτεινόμενη τροποποίηση διασφαλίζεται η τήρηση των προνοιών των εδαφίων (1) έως (7) του άρθρου 29, ώστε οι συγκύριοι να έχουν τη δυνατότητα να εφεσιβάλουν την απόφαση αναγκαστικού διαχωρισμού του Διευθυντή, πριν την υλοποίηση των προαναφερόμενων κατασκευαστικών έργων”, γεγονός που ενισχύσει τη θέση ότι η ένταξη του εδαφίου (10) στο άρθρο 29 του βασικού νόμου, θα καταστήσει δυσλειτουργικό το νόμο, δημιουργεί ζητήματα αντιφατικότητας στις ρυθμίσεις του, ενώ παραβλέπει το όλο σύστημα δικαιοδοτικής προστασίας που καθορίζεται στον ισχύοντα νόμο.».

          Κατά την εξέταση του αναπεμφθέντος νόμου, ο διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας επανέλαβαν τους νομικούς και συνταγματικούς λόγους για τους οποίους κρίθηκε σκόπιμη η αναπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας και ζήτησαν όπως αυτή τύχει αποδοχής από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. 

          Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εσωτερικών, αφού έλαβε υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν της, ομόφωνα αποφάσισε να εισηγηθεί στη Βουλή να μην εμμείνει στην αρχική απόφασή της σε σχέση με τη συμπερίληψη της υπό αναφορά τροπολογίας στον ψηφισθέντα νόμο, αποδεχόμενη την αναπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας.  Συναφώς, υποβάλλεται στην ολομέλεια του σώματος για ψήφιση νέο κείμενο νόμου, το οποίο διαλαμβάνει τις πρόνοιες που περιλάμβανε το σχετικό νομοσχέδιο στο στάδιο που προωθήθηκε για ψήφιση σε νόμο την 1η Μαρτίου 2019.

 

 

14 Μαρτίου 2019